Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ταῖς ἐλπίσιν

См. также в других словарях:

  • веселитисѧ — ВЕСЕЛ|ИТИСѦ (234), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. 1.Радоваться, веселиться, ликовать: въспри˫а ты блага˫а въ животѣ своѥмь. ˫ако же и оубогыи зъла˫а. тѣмь же онъ веселить сѩ. а ты стражеши. Изб 1076, 41 об.; Кръвию своѥю очьрвила ѥста. нетьлѣньноую ризоу и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • επικραδαίνω — ἐπικραδαίνω (Α) 1. κραδαίνω πάνω σε κάτι, επισείω 2. κινώ βίαια, σείω πάνω από κάτι 3. παθ. ἐπικραδαίνομαι άγομαι, φέρομαι, κινούμαι από κάποιον («πρὸς ἀμφοτέρας τὰς ἐκβάσεις ταῑς ἐλπίσιν ἐπικραδαίνεσθαι», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… …   Dictionary of Greek

  • επικουφίζω — ἐπικουφίζω (AM) [κουφίζω] μσν. μέσ. επικουφίζομαι ανακουφίζομαι από τα οικονομικά βάρη αρχ. 1. ελαφρύνω, ελαττώνω το βάρος («ἐκπηδᾶν ἐς τὴν θάλασσαν καὶ τὴν νέα ἐπικουφισθεῑσαν», Ηρόδ.) 2. σηκώνω ψηλά κάτι («σὺ δὲ πατρός... πλευρὰς σὺν ἐμοὶ τάσδ’ …   Dictionary of Greek

  • εξαίρω — (AM ἐξαίρω, Α και ἐξαείρω) [αίρω] υψώνω κάτι ώστε να είναι ορατό, επαινώ («εξαίρει τις αρετές») νεοελλ. 1. τονίζω τη σπουδαιότητα («εξαίρει τη σοβαρότητα τής καταστάσεως») 2. παθ. υψώνομαι σε ανώτερο επίπεδο (ηθικό, συναισθηματικό) αρχ. μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»